παρέγγραπτοι

παρέγγραπτοι
Ονομάζονταν έτσι όσοι ήταν γραμμένοι παράνομα στους καταλόγους των Αθηναίων πολιτών, και ιδιαίτερα στο ληξιαρχικόν γραμματείον του κάθε δήμου, όπου γινόταν η πρώτη εγγραφή των νέων μόλις συμπλήρωναν τα 18 τους χρόνια. Η πόλη της Αθήνας φρόντιζε με διάφορα μέτρα να περιορίζει τις περιπτώσεις των π. Το 403 π.Χ., όταν ήταν άρχοντας ο Ευκλείδης, επαναφέρθηκε σε ισχύ ο σολώνειος νόμος της αγχιστείας, που απαγόρευε να γίνει δεκτός νόθος άνδρας ή γυναίκα στον νέο οικογενειακό κύκλο μετά τη σύναψη γάμου. Η επαναφορά του νόμου αυτού κρίθηκε αναγκαία γιατί στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου είχε ατονήσει ο νόμος του Περικλή, σύμφωνα με τον οποίο γνήσιος πολίτης ήταν όποιος καταγόταν από πατέρα και μητέρα Αθηναία. Μαζική λαθραία εγγραφή νόθων στα ληξιαρχικά γραμματεία, και μάλιστα μετά από δωροδοκία, παρατηρήθηκε στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Toν 4o αι. π.Χ. με ειδικές διάταξες απαγορευόταν ο γάμος Αθηναίου με ξένη ή αστής με ξένο. Για τους παραβάτες προβλέπονταν αυστηρές ποινές. Όχι μόνο τα αρμόδια όργανα αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες αντιδρούσαν και φρόντιζαν να μην εγγραφεί παράνομα κανένα παιδί στη φατρία. Ο Δημοσθένης αναφέρει την περίπτωση του Φράστορα, που προσπάθησε να γράψει στα μητρώα της φατρίας τον γιο που είχε με τη Φανώ, την κόρη της εταίρας Ναΐρας, που δεν ήταν Αθηναία. Ένα από τα δραστικότερα μέτρα για την απομάκρυνση των παρείσακτων ήταν η διαψήφιση των δημοτών, η αναθεώρηση δηλ. των καταλόγων ενός δήμου ή περισσότερων. Αφού εκφωνούσαν τα ονόματα, έκαναν ψηφοφορία για όσους υπήρχε αμφισβήτηση όσον αφορά στη γνησιότητα καταγωγής. Ο αποψηφισθείς έπρεπε να διαγραφεί. Αν όμως έκανε έφεση και έχανε τη δίκη, φυλακιζόταν, η περιουσία του δημευόταν και όχι σπάνια πουλιόταν ως δούλος. Σε περίπτωση που κέρδιζε τη δίκη, τότε οι δημόται ήταν υποχρεωμένοι να τον εγγράψουν στον κατάλογο. Τέτοια αναθεώρηση, διαψήφισις πολιτών, έγινε το 346-345 π.Χ. και έγιναν πολλές διαγραφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρέγγραπτοι — παρέγγραπτος illegally registered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Паренгапты —    • Παρέγγραπτοι          (тайно приписанные), см. Δη̃μοι, Демос …   Реальный словарь классических древностей

  • ДЕМОС, ДЕМ — •Δη̃μοι, подразделения клисфенских фил (см. также Φυλή, 8). Ввиду более удобного управления Клисфен заменил прежнее разделение страны и народа на 4 филы (эти филы хотя и продолжали существовать,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Демос —    • Δη̃μοι,          подразделения клисфенских фил (см. также Φυλή, Фила, 8). Ввиду более удобного управления Клисфен заменил прежнее разделение страны и народа на 4 филы (эти филы хотя и продолжали существовать, но были лишены всякого… …   Реальный словарь классических древностей

  • παρέγγραπτος — ον, ΜΑ [παρεγγράφω] 1. παράνομα ή αντικανονικά εγγεγραμμένος (α.»παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῑται», Αισχίν. β. «τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων ἱερέων», Γρηγ. Ναζ.) 2. (για βιβλία, απόψεις κ.λπ.) εμβόλιμος, εκ τών υστέρων τοποθετημένος (α. «νόθων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”